- δᾱγύς
- δᾱγύς, ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαγύς — δᾱγύ̱ς , δαγύς wax doll fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαγύς — δογύς (δαγῡδος), η (Α) μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που χρησίμευε συνήθως σε μαγικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο τής δωρικής διαλέκτου, άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
δαγῦδας — δᾱγῦδας , δαγύς wax doll fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαγῦδες — δᾱγῦδες , δαγύς wax doll fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαγῦδι — δᾱγῦδι , δαγύς wax doll fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαγύδων — δᾱγύ̱δων , δαγύς wax doll fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)